- αντειρηνικός
- η , ό[ν] направленный против мира, агрессивный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντειρηνικός — ή, ό αυτός που είναι εναντίον της ειρήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ειρηνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Καθημερινή] … Dictionary of Greek